24.6.10


Ο Γυάλινος Κόσμος του Ανδρέα Βουτσινά.


Το πρώτο πράγμα που σου τραβούσε την προσοχή στη μορφή του
ήταν τα φιμέ γυαλιά οράσεώς του. Όταν τον συνάντησα για πρώτη και τελευταία φορά
καθόταν στην άκρη της σκηνής του θεάτρου και με μερικούς θεατές στο διάλειμμα
της παράστασης του Γυάλινου Κόσμου του Τένεσι Ουίλιαμς. Αρχικά θέλησα να τον ρωτήσω
κι εγώ διάφορα πράγματα αλλά ακούγοντάς τον να φλυαρεί μου φάνηκαν χαζές οι απορίες μου. Ήταν χαλαρός και φανερά ευδιάθετος και συνέχισε να μας εξιστορεί διάφορα περιστατικά της ζωής του μέχρι που χτύπησε και το τρίτο κουδούνι.
Η παράστασή του ήταν μαγική, τα σκηνικά απλά και σκοτεινά και το ενδιαφέρον τραβούσαν μόνο οι ψυχικές καταστάσεις των τεσσάρων ηρώων. Δυνατό χαρτί η Ευά Κοταμανίδου.
Ήταν από τις παραστάσεις που δεν ξεχνάς ποτέ τόσο για το κείμενο όσο και για την απόδοσή της.
Δεν είχα την τύχη να ξαναδώ άλλη δουλειά του Ανδρέα Βουτσινά και μοιραία δεν μπορώ να τη συγκρίνω με καμία άλλη. Έτσι χωρίς μέτρο σύγκρισης το δέχεσαι απλά ως το πιο όμορφο όπως ακριβώς είναι.
Κλείνοντας με μία από τις ατάκες του έργου...
''Προσπέρασα πόλεις που τις άφησα πίσω μου σαν τα πολύχρωμα φθινοπωρινά φύλλα. Ω, Λώρα όσο κι αν θέλησα να σ΄αφήσω πίσω μου δεν τα κατάφερα''
Ένα τελευταίο αντίο στον μεγάλο αυτό σκηνοθέτη και το δικό του τελευταίο αντίο στον γυάλινο κόσμο μας.

1.6.10

Παππούτσια (2/2/98 )





Προχωρούσε και τα τακούνια της χτυπούσαν δυνατά στην άσφαλτο. Τα πόδια
της πονούσαν και είχε και αυτό το αναθεματισμένο το κότσι, σημάδι της
επαρχιώτικης καταγωγής της. Το κληρονόμισε από τη μάνα της. Αυτό και
την άνεση με την οποία εμπιστευόταν όποιον της έδειχνε λίγο ενδιαφέρον.
Έφτασε στη στάση του λεωφορείου. Δίπλα της στεκόταν ένα διακονιάρης που
παρίστανε τον τυφλό μάλλον ανεπιτυχώς γιατί το κυπελλάκι των προσφορών
ήταν άδειο. ΄΄Ελεήστε τον αόμματο΄΄. Εκείνη όμως ίσως να ήταν πιο τυφλή από
κείνον με την τόση κούραση ακουμπισμένη θαρρείς ολάκερη πάνω στα βλέφαρά
της που με δυσκολία κρατούσε ανοιχτά. Κάθε πρωί στις έξι έφευγε από το
μπουζουξίδικο, όταν πούλαγε και το τελευταίο πανέρι με αγνώστου καταγωγής
γαρύφαλα, εκτός της Κυριακής που ήταν κλειστά. Σήμερα ήταν ξημέρωμα
Σαββάτου.

Κάθισε στην άκρη του πεζοδρομίου και έβγαλέ τα παππούτσια της. Γόβες
ψηλοτάκουνες και κόκκινες με γδαρμένες τις μύτες τους. Άπλωσε τα πόδια,
τέντωσε και τις γάμπες της και κούνησε ρυθμικά τα δάχτυλα των ποδιών της
να ξεμουδιάσουν. Τα μισούσε τα δάχτυλα των ποδιών. Έλεγε πως είναι άχρηστα
και αντιαισθητικά και μόνο χασομέρια είναι όταν πρόκειται να τους κάνει
πεντικιούρ κάθε καλοκαίρι. ΄΄Έκτός κι αν άφηνα τα νύχια μου να μεγαλώσουν
να τα χρησιμοποιώ σαν φρένα΄΄, διασκέδασε τον εαυτό της.

Και μ΄αυτή τη σκέψη την πήρε ο ύπνος με το κεφάλι ακουμπισμένο σε μια
κολώνα και τα πόδια της απλωμένα στο δρόμο.

Την ξύπνησε ένας δυνατός θόρυβος. Μετά ούρλιαξε ή έτσι της φάνηκε και μετά
πόνεσε. Ή μαλλον μούδιασε. Άνοιξε τα μάτια. Ένα μηχανάκι πλαγιασμένο δίπλα
της. Λίγα μέτρα παραπέρα ένας νεαρός αιμόφυρτος, μάλλον μισοπεθαμένος.
Κοίταξε γύρω της. Δεν φαινόταν ψυχή.΄΄Βοήθεια. Να τον βοηθήσω΄΄, σκέφτηκε.
Έκανε να σηκωθεί μα ξανακάθισε, για την ακρίβεια έπεσε πάλι πίσω. Κοίταξε
τα πόδια της. Τα δάχτυλά της. Άλλα τσαλαπατημένα, άλλα κομματιασμένα.
Τσαλαβούτησε λίγο στη λιμνούλα που είχε φτιάξει με το αίμα της. Τώρα πια
δεν είχε δάχτυλα. Καλύτερα... Τι τα ήθελε; Φόρεσε τα παππούτσια της, έκανε
μόνο δύο βήματα. Τώρα πια της ήταν μεγάλα. Κοίταξε τον οδηγό. Πολύ
απερίσκεπτος ήταν. Τώρα θα έπρεπε ν΄αγοράζει δύο τρία νούμερα μικρότερες
γόβες. Εκτός κι αν έκοβε τις γδαρμένες μύτες αυτών που ήδη είχε. Σταμάτησε
ένα ταξί. Μπήκε μέσα μποσουλώντας. ΄΄Στο κοντινότερο εφημερεύων΄΄,είπε.
Δεν είχε πια διάθεση να βοηθήσει κανέναν άλλον πέρα από την εαυτό της.
Άλλωστε εκείνος ήταν που της προκάλεσε οικονομικής φύσεως προβλήματα.
Και δεν τον ήξερε καν.

-για την αδελφή μου, που το θυμάται ακόμα- :)


Όταν τον συνάντησα για πρώτη φορά, ήταν καλοκαίρι. Καθόταν στα καμαρίνια του θεάτρου μετά την γενική πρόβα των Βακχών, ηλιοκαμμένος, με έντονα βαμμένα τα μάτια του, γυμνόστηθος φορώντας μόνο μία μακριά κόκκινη φούστα για τις ανάγκες του ρόλου -ήταν ο Διόνυσος-. Πλησίασα και μαζί με άλλους φίλους του ζητήσαμε να βγούμε φωτογραφία.
Μας αγκάλιασε αμέσως χωρίς πολλά λόγια και χαμογέλασε στο φακό.
Νομίζω πως ο Μάριος Φραγκούλης έχει μία ζεστή αγκαλιά για όλους.
Δύο λέξεις μόνο μπορώ να σκεφτώ για να τον χαρακτηρίσω.
Καλοσύνη και ευγένεια ψυχής.
Τι άλλο να ζητήσει κανείς από ένα καλλιτέχνη τέτοιου βεληνεκούς;


Ίσως γι΄αυτό τον αγαπά ο κόσμος, γι΄αυτό οι μουσικές
του μας κάνουν πιο αισιόδοξους, ακόμα κι όταν έχουν κάτι λυπηρό να αφηγηθούν
οι στίχοι του, στο τέλος μας μένει ένα αχνό χαμόγελο.