όσα γίνονται κι όσα απλά γίνονται και δεν λέγονται... όσα θα θέλαμε να φωνάξουμε και σωπαίνουμε. Eμείς, εσείς, μέσα στον κόσμο...
1.6.10
Παππούτσια (2/2/98 )
Προχωρούσε και τα τακούνια της χτυπούσαν δυνατά στην άσφαλτο. Τα πόδια
της πονούσαν και είχε και αυτό το αναθεματισμένο το κότσι, σημάδι της
επαρχιώτικης καταγωγής της. Το κληρονόμισε από τη μάνα της. Αυτό και
την άνεση με την οποία εμπιστευόταν όποιον της έδειχνε λίγο ενδιαφέρον.
Έφτασε στη στάση του λεωφορείου. Δίπλα της στεκόταν ένα διακονιάρης που
παρίστανε τον τυφλό μάλλον ανεπιτυχώς γιατί το κυπελλάκι των προσφορών
ήταν άδειο. ΄΄Ελεήστε τον αόμματο΄΄. Εκείνη όμως ίσως να ήταν πιο τυφλή από
κείνον με την τόση κούραση ακουμπισμένη θαρρείς ολάκερη πάνω στα βλέφαρά
της που με δυσκολία κρατούσε ανοιχτά. Κάθε πρωί στις έξι έφευγε από το
μπουζουξίδικο, όταν πούλαγε και το τελευταίο πανέρι με αγνώστου καταγωγής
γαρύφαλα, εκτός της Κυριακής που ήταν κλειστά. Σήμερα ήταν ξημέρωμα
Σαββάτου.
Κάθισε στην άκρη του πεζοδρομίου και έβγαλέ τα παππούτσια της. Γόβες
ψηλοτάκουνες και κόκκινες με γδαρμένες τις μύτες τους. Άπλωσε τα πόδια,
τέντωσε και τις γάμπες της και κούνησε ρυθμικά τα δάχτυλα των ποδιών της
να ξεμουδιάσουν. Τα μισούσε τα δάχτυλα των ποδιών. Έλεγε πως είναι άχρηστα
και αντιαισθητικά και μόνο χασομέρια είναι όταν πρόκειται να τους κάνει
πεντικιούρ κάθε καλοκαίρι. ΄΄Έκτός κι αν άφηνα τα νύχια μου να μεγαλώσουν
να τα χρησιμοποιώ σαν φρένα΄΄, διασκέδασε τον εαυτό της.
Και μ΄αυτή τη σκέψη την πήρε ο ύπνος με το κεφάλι ακουμπισμένο σε μια
κολώνα και τα πόδια της απλωμένα στο δρόμο.
Την ξύπνησε ένας δυνατός θόρυβος. Μετά ούρλιαξε ή έτσι της φάνηκε και μετά
πόνεσε. Ή μαλλον μούδιασε. Άνοιξε τα μάτια. Ένα μηχανάκι πλαγιασμένο δίπλα
της. Λίγα μέτρα παραπέρα ένας νεαρός αιμόφυρτος, μάλλον μισοπεθαμένος.
Κοίταξε γύρω της. Δεν φαινόταν ψυχή.΄΄Βοήθεια. Να τον βοηθήσω΄΄, σκέφτηκε.
Έκανε να σηκωθεί μα ξανακάθισε, για την ακρίβεια έπεσε πάλι πίσω. Κοίταξε
τα πόδια της. Τα δάχτυλά της. Άλλα τσαλαπατημένα, άλλα κομματιασμένα.
Τσαλαβούτησε λίγο στη λιμνούλα που είχε φτιάξει με το αίμα της. Τώρα πια
δεν είχε δάχτυλα. Καλύτερα... Τι τα ήθελε; Φόρεσε τα παππούτσια της, έκανε
μόνο δύο βήματα. Τώρα πια της ήταν μεγάλα. Κοίταξε τον οδηγό. Πολύ
απερίσκεπτος ήταν. Τώρα θα έπρεπε ν΄αγοράζει δύο τρία νούμερα μικρότερες
γόβες. Εκτός κι αν έκοβε τις γδαρμένες μύτες αυτών που ήδη είχε. Σταμάτησε
ένα ταξί. Μπήκε μέσα μποσουλώντας. ΄΄Στο κοντινότερο εφημερεύων΄΄,είπε.
Δεν είχε πια διάθεση να βοηθήσει κανέναν άλλον πέρα από την εαυτό της.
Άλλωστε εκείνος ήταν που της προκάλεσε οικονομικής φύσεως προβλήματα.
Και δεν τον ήξερε καν.
-για την αδελφή μου, που το θυμάται ακόμα- :)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
ελα ρεεεεε!Ευχαριστω :))
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου αρεσει πααααααααααρα πολυυυυυυυυυυ και χαιρομαι που το διαβαζω ακριβως οπως το εγραψες, ειπαμε εχω καλη μνημη αλλα με τοσα χρονια που περασαν ηθελε οπωσδηποτε ενα φρεσκαρισμα!